- παρεκφέρω
- Α [εκφέρω]1. καταχρώμαι2. μέσ.παρεκφέρομαια) παρεκτρέπομαι, βγαίνω έξω από τα όρια και το μέτροβ) κρίνομαι μαζί με κάποιον άλλον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek